Μια ιστορία στο Σουφλί

Λένε η αγάπη είναι τυφλή
μα όταν ήμουν στο Σουφλί
είδα του έπαρχου την κόρη
με μπαλωμένο μεσοφόρι.

Μ’ έκανε λίγο να ρεμβάσω
νομίζω πως τη λέγαν Βάσω.

Πάντως την άλλη τη χρονιά
πήρα το τρένο των εννιά
κι έψαξα πάλι να την έβρω
απ’ τη Ροδόπη ως τον Έβρο.

Μ’ έπιασε φόβος μην τη χάσω
νομίζω πως τη λέγαν Βάσω.

Ρώτησα φίλους και γνωστούς
χωροφυλάκους προεστούς
ρώτησα κι έναν ταγματάρχη
έπαρχος μου ’παν δεν υπάρχει.

Μήπως ναυάγησε στη Θάσο
ή μήπως δεν τη λέγαν Βάσω;

Τράβηξα τότε το σκοινί
και πήγα στην Κομοτηνή
μια νύχτα με σκοτάδι πήχτρα
στη νερατζού τη χαρτορίχτρα.

Εκείνη σταύρωσε τον άσο
κι είπε να δούμε πού ’ναι η Βάσω.

Έψαξε δω έψαξε κει
με κέρασε κι ένα ρακί
και μου ’πε με φωνή σπασμένη
που στην καρδιά μου ακόμα μένει:

«Όσα χαρτιά και να διαβάσω
δε θα ’βρω αγόρι μου τη Βάσω».

Μα εγώ μια μέρα γιορτινή
θα περιμένω να φανεί
στου μαύρου κόσμου τ’ ανηφόρι
η τρυφερή του επάρχου κόρη.

Κι ούτε ποτέ θα λογαριάσω
αν ήταν όνειρο η Βάσω.

 

 

 

* [Όλα τα τραγούδια pages 648–649]

[From Η ΠΑΓΩΜΕΝΗ ΘΕΑΤΡΙΝΑ: Κύκλος τραγουδιών για τον Γιώργο Μαρίνο. Τη μουσική θα συνέθετε ο Μάνος Χατζιδάκις. See page 641.]

Θυμάμαι τον Γκάτσο πόσο κέφι τούς έκανε αυτούς τους στίχους. Διασκέδαζε γράφοντάς τους. Επιστράτευε χιούμορ και φαντασία για να διηγηθεί έναν ανεκπλήρωτο, έναν ανέφικτο έρωτα.