Μια Κομνηνή

Δέσποτα βγάλε το σινί
κι ένα λαχούρι βυσσινί
απ’ το παλιό φορτσέρι
και γράψε στην περγαμηνή
είμαι κι εγώ μια Κομνηνή
κι ο Αντρόνικος το ξέρει.
Κόκκινα βάλε τα ψηφιά
και πάμε στην Αγια-Σοφιά
να μ’ ευλογήσεις νύφη
πριν φέρουν άγρια συννεφιά
στα μάτια μου τα σεντεφιά
του Πορθητή τα στίφη.

Δέσποτα βόηθα μη σκιαχτώ
και τ’ ακριβό μου φυλαχτό
στ’ άγιο σου χέρι κράτα
μα σαν ακούσεις ουρλιαχτό
και ιδείς μακριά τον κουρνιαχτό
τις προσευχές παράτα.
Κι αν βρεις ασέλωτο φαρί
στο διάσελο να καρτερεί
βάλ’ του φωτιά στη φτέρνα
και πες τ’ Αντρόνικου να ’ρθει
με το βαρύ του το σπαθί
να σώσει τη Βλαχέρνα.

Δέσποτα σπάσαν τα λουριά
στου Χάρου την περαταριά
και τ’ άλογο φευγάτο
κι αν είναι η μοίρα μου βαριά
μη μου κρατάς τη μαρτυριά
και το πικρό μαντάτο.
Έμπα μονάχα στη σκηνή
κι απ’ τ’ ασημένιο το σινί
πάρε καυτό μολύβι
και γράψε στην περγαμηνή
είμαι κι εγώ μια Κομνηνή
που μέτωπο δε σκύβει.

 

 

 

* [Όλα τα τραγούδια pages 278–279]

Οι στίχοι αυτοί, με την παραστατικότητα και την αληθοφάνειά τους, δημιουργούν την εντύπωση ότι πρόκειται για ιστορικό τραγούδι με χώρο την Κωνσταντινούπολη και χρόνο λίγο πριν την Άλωση. Στην ουσία πρόκειται για έναν δραματικό μονόλογο και τα ονόματα Κομνηνή και Αντρόνικος, παρά τη χρονική αναντιστοιχία, χρησιμοποιούνται για το συμβολισμό τους και για τη «βαριά τους μοίρα».

σινί: μεγάλος και στρογγυλός, χάλκινος ή σιδερένιος δίσκος χρησιμοποιούμενος σαν ταψί ή σαν επιτραπέζιο σκεύος.
φορτσέρι: ξύλινο μπαούλο ή κασέλα για ρούχα.
λαχούρι: αραχνοΰφαντο μεταξωτό ύφασμα, κεντημένο με χρυσές και ασημιές κλωστές, για γυναικείες εσάρπες ή για διακόσμηση αιθουσών.
ψηφιά: ψηφία.
σεντεφιά: σεντεφένια, στο χρώμα της μαργαριταρόρριζας.
σκιαχτώ < σκιάζομαι: φοβάμαι, τρομάζω.
φαρί: δυνατό πολεμικό άλογο.
διάσελο: στενό πέρασμα ανάμεσα σε βουνά.
Βλαχέρνα: το ΒΔ τμήμα της Κωνσταντινούπολης όπου βρίσκονταν τα ανάκτορα των βυζαντινών αυτοκρατόρων και ο ναός της Παναγίας των Βλαχερνών.
περαταριά: πόρος, πέρασμα, πορθμείο.

[From ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ. See page 263.]