Πρόλογος

Αυτή η πολιτεία ήτανε κάποτε μια γειτονιά στον Παράδεισο. Ήσυχη, λυπημένη, ευγενική. Τ’ αγόρια παίζαν κάθε πρωί στ’ ασβεστωμένα λιθόστρωτα και τα κορίτσια κεντούσαν άστρα και πουλιά πίσω από τα χαμηλά τους παράθυρα. Κανένας ήχος αταίριαστος δεν τάραζε τη γαλήνη της κι η καμπάνα του εσπερινού έκλεινε την ημέρα όπως την άρχιζε. Μόνο τις νύχτες καμιά φορά, όταν οι άντρες δοκίμαζαν τις χορδές μιας σκεβρωμένης κιθάρας, και το φεγγάρι κατέβαινε να μοιραστεί τους καημούς τους δίπλα σ’ ένα ποτήρι κρασί, ακουγόταν από μακριά το σφύριγμα κάποιου τρένου σα να ’θελε να θυμίσει μια διαφορετική ζωή που κάποτε θα ’φτανε κι ως εδώ. Κι όπως τα χρόνια περνούσαν, το σφύριγμα έγινε πιο συχνό και πιο έντονο αλλά δεν έμοιαζε πια με σφύριγμα τρένου. Ήταν ένα υπόκωφο μουγκρητό που με τον καιρό κορυφώθηκε σ’ έναν ορυμαγδό από μηχανές κι από σίδερα. Και τότε όλοι σωπάσανε, κι η μικρή γειτονιά λούφαξε στο χώμα για να σωθεί. Άδικα όμως. Οι δαίμονες της κόλασης ήταν κιόλας εκεί και δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Το μεγάλο καμπαναριό στην Παναγιά την Παρηγορήτρα έγινε πολυκατοικία θεόρατη, τα κυπαρίσσια της αυλής κεραίες τηλεοράσεως, τα σκοινιά με τ’ ασπρόρουχα καλώδια υψηλής τάσεως, οι πυγολαμπίδες του κήπου πολύχρωμες επιγραφές από νέο και φθόριο, και το μουρμουρητό της μαρμάρινης βρύσης ένα εφιαλτικό βουητό από μεγάφωνα, κομπρεσέρ, ηλεκτρικές συσκευές, μοτέρ αυτοκινήτων και αλαλαγμούς βαρβάρων. Τίποτα, τίποτα δεν έμεινε όπως ήταν. Μονάχα ένα παιδί που είχε ξεχαστεί μέσα στ’ όνειρο, πετάχτηκε ξαφνικά απ’ τον ύπνο του και βρέθηκε σ’ έναν κόσμο παράλογο, απειλητικό κι ανεξήγητο...


Το παιδί εκείνο ήμουν εγώ. Ναι. Εγώ που ήρθα σήμερα να σας δω και να σας μιλήσω, να σας ανοίξω την καρδιά μου με το τραγούδι μου, να σας χαρίσω την αγάπη μου και να μου χαρίσετε και σεις τη δική σας. Γιατί στο βάθος μείνατε και σεις παιδιά σαν και μένα — μόνο που δεν το ξέρετε! Και γι’ αυτό η παράσταση που θα δείτε απόψε δεν είναι τα φώτα, η μουσική, τα σκηνικά, τα κοστούμια. Αν ήταν έτσι, τότε εγώ θα σας πρόσφερα ένα αξιολύπητο θέαμα και σεις ένα βουνό από πλήξη. Και θα χωρίζαμε πιο άδειοι, πιο αποξενωμένοι από πριν. Όχι! Τα φώτα, η μουσική, τα σκηνικά, τα κοστούμια, δεν έχουν άλλο νόημα, είναι στηρίγματα μόνο. Η παράσταση είμαστε σεις κι εγώ στην πιο μυστική ώρα μας, αφτιασίδωτοι και γυμνοί μπροστά στην αλήθεια μας. Είναι η ψυχή σας και η ψυχή μου. Τα γκρεμισμένα μας όνειρα και οι κρυφές μας ελπίδες. Έν’ αεράκι δροσερό που πάει κι έρχεται ανάμεσά μας, για να μας παρηγορεί και να μας θυμίζει πως όλα μοιάζουν μ’ έναν ωκεανό που μέσα του χύνονται όλα τα ποτάμια. Φτάνει να είμαστε αληθινοί, φτάνει να είμαστε λεύτεροι, φτάνει να βρούμε τη χαμένη μας αθωότητα και να μπορούμε σαν τα παιδιά να ονειρευόμαστε και να τραγουδάμε...

     Φίλοι μου εδώ το πρόγραμμα θ’ αρχίσει
     μ’ αγάπη τα ψεγάδια του να κρίνετε
     και πάθος ταπεινό μη σας οργίσει
     γιατί η ζωή του ανθρώπου σκόνη γίνεται
     μα της καρδιάς η αλήθεια δε θα σβήσει.

     Κι αφού με τη χαρά μαζί δεμένα
     δάκρυα πικρά τη μοίρα μας ορίζουνε
     ακούστε τώρα κάτι κι από μένα:
     στον κόσμο αυτό που τόσα μας χωρίζουνε
     πλούσιοι φτωχοί κι αλήτες είμαστε ένα...

 

 

 

* [Όλα τα τραγούδια pages 610–611]

Κείμενα και στίχοι για τις ανάγκες διαφορετικών προγραμμάτων του Γιώργου Μαρίνου.