Σπίτι μου σπιτάκι μου

Σπίτι μου σπιτάκι μου
και φτωχοκαλυβάκι μου
χώμα που γεννήθηκα
ποτέ μου δε σ’ αρνήθηκα.
Σπίτι μου σπιτάκι μου
αγιάτρευτο μεράκι μου
κι αν τον κόσμο γύρισα
κοντά σου ξαναγύρισα.

Της γειτονιάς μου τα παιδιά
φέραν λουλούδια και κλαδιά
ο κήπος γέμισε πουλιά
κι έγιν’ η μέρα Πασχαλιά.
Της γειτονιάς μου τα παιδιά
φέραν τα τέσσερα κλειδιά
το σπίτι γέμισε με φως
κι έγιν’ ο ήλιος αδερφός.

Σπίτι μου σπιτάκι μου
και φτωχοκαλυβάκι μου
πάλιωσαν οι θάλασσες
μονάχα εσύ δεν πάλιωσες.
Σπίτι μου σπιτάκι μου
λαμπριάτικο κεράκι μου
την καρδιά μου φώτισες 
και βάσανο με πότισες.

Της γειτονιάς μου τα παιδιά
φέραν λουλούδια και κλαδιά
ο κήπος γέμισε πουλιά
κι έγιν’ η μέρα Πασχαλιά.
Της γειτονιάς μου τα παιδιά
φέραν τα τέσσερα κλειδιά
το σπίτι γέμισε με φως
κι έγιν’ ο ήλιος αδερφός.

Σπίτι μου σπιτάκι μου
και φτωχοκαλυβάκι μου
χώμα που γεννήθηκα
ποτέ μου δε σ’ αρνήθηκα.
Σπίτι μου σπιτάκι μου
αγιάτρευτο μεράκι μου
κι αν τον κόσμο γύρισα
κοντά σου ξαναγύρισα.

 

 

 

* [Όλα τα τραγούδια page 183–185]

Με τον ίδιο τίτλο βρέθηκαν και οι στίχοι που ακολουθούν.

	Στις εικοσιτρείς τ’ Απρίλη
	πέντε η ώρα το πρωί
	ξεκινήσανε δυο φίλοι
	να γνωρίσουν τη ζωή.
	Είδανε παντού μιζέρια
	φτώχια και κακή σοδειά
	και σταυρώσανε τα χέρια
	τα καημένα τα παιδιά.

	Σπίτι μου σπιτάκι μου
	φτωχοκαλυβάκι μου
	τραγουδούσανε οι φίλοι
	με παράπονο στα χείλη.
	Σπίτι μου σπιτάκι μου
	φτωχοκαλυβάκι μου
	τραγουδάνε τραγουδάνε
	και το δρόμο τους τραβάνε.

	Στις εικοσιτρείς τ’ Απρίλη
	άφησαν το σπίτι τους
	και ξεκίνησαν δυο φίλοι
	για να βρουν την τύχη τους.
	Από τη Θεσσαλονίκη
	ίσαμε το Ταίναρο
	σαν κυνηγημένοι λύκοι
	δάκρυ πίναν το νερό...

	Στις εικοσιτρείς τ’ Απρίλη
	δυο κοπέλες του χωριού
	πήγαν κι άναψαν καντήλι
	στο ξωκλήσι τ’ Αι-Γιωργιού.
	Και την Κυριακή το δείλι
	με πεσμένα τα φτερά
	ξαναφάνηκαν οι φίλοι
	παίζοντας τον ταμπουρά.

	Σπίτι μου σπιτάκι μου
	φτωχοκαλυβάκι μου
	τραγουδούσανε οι φίλοι
	με χαμόγελο στα χείλη.
	Σπίτι μου σπιτάκι μου
	φτωχοκαλυβάκι μου
	τραγουδάνε τραγουδάνε
	και στην εκκλησιά τραβάνε.

	Στις εικοσιτρείς τ’ Απρίλη
	όλες οι νοικοκυρές
	βγήκανε στο παραθύρι
	για να δουν διπλές χαρές.
	Τέτοια η ζωή μάς δίνει
	κι άλλα μεγαλύτερα
	κι έζησαν καλά εκείνοι
	μα κι εμείς καλύτερα.

[From ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΣΠΙΤΑΚΙ ΜΟΥ. See page 181.]